ή της Μάνας μου
[την Κυριακή, του Απρίλη 5 ]
Στο λιγοστό φως του πρωινού
έδυε η εικόνα σου...
Πιότερο κουρασμένη από ποτέ
Ασήκωτη
Δίπλα στο τζάκι
Έσβηνε η πνοή σου
Βλέμα ζεστό,
στην παρουσία μας.
Μα ο πόνος έκλεβε τη θαλπωρή...
Με φόβισες Μάνα!
Οιδίπους,
ροδόχρους,
τρεμάμενα δάχτυλα,
πρόσωπο φορτωμένο
Το ασήκωτο άχθος της ζωής σου
- Πόσος μόχθος! Πόσος πόνος! -
το 'σκαψε αμετάκλητα.
Λευκότητα,
η δική σου αιώνια λευκότητα.
- πώς να 'ταν άραγε τα μαύρα μαλλιά σου; -
Συνήθης εικόνα, γκρίζα,
... στα κατάβαθα της ψυχής χωμένη.
(Το τρένο σφυρίζει απεγνωσμένα και απομακρύνεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου