dimosofoulis@yahoo.gr

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Να δεις τι σου 'χω για μετά...

ή μαθήματα νεώτερης ελληνικής ιστορίας.


(Τρίτη συνέχεια μιας μισοειπωμένης ιστορίας.)


 Πίστευα ότι ξεκίνησε από μια πρόσκληση για ένα φεστιβάλ κι έκλεισε με μια παράκληση σε ένα mail...
Όμως τώρα που γράφω συνειδητοποιώ ότι ξεκίνησε πριν από είκοσι και πλεον χρόνια στα Γιάννενα, στο κάστρο, συνεχίστηκε στην Πάτρα, πάλι στο κάστρο...
Κι η συνέχειά της; 
Δεν ξέρω αν θα 'ναι ένα συγκεκριμένο κάστρο σε μια συγκεκριμένη πόλη... Θα'ναι σίγουρα ένα ''ΚΑΣΤΡΟ'',μια αλλιώτικη πρόκληση..

Να δεις τι σου 'χω για μετά

Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά,
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο living-room,
με robe de chabre κυκλοφορούν.

Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στον μπιτέ καβάλα,
προσεύχονται διά πασών,
εις το λαχείο συντακτών.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
απ' το 50 και μετά,
μας έχουν πνίξει τα μπετά,
να δεις τι σου 'χω για μετά.

Στου Στρατηγάκη την αυλή
και στ' άλλα ινστιτούτα,
λέει πολλοί είναι μαζεμένοι,
Ρωμιοσύνη μου καημένη.

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει,
μα κόκαλα τσακίζει,
με yes, με sorry και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
απ' το 60 και μετά,
ανά, κατά, διά, μετά,
να δεις τι σου 'χω για μετά.

Καβάλα πάνε σινεμά,
καβάλα supermarket,
μπαίνουμε σ' άλλη εποχή,
ποιο στέρεο και ΙΧ.

Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος,
Πολυτεχνείο ξαφνικά,
μεταπολίτευση και τα λοιπά.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
απ' το 70 και μετά,
μας έχουν πνίξει τα σκατά,
να δεις τι σου 'χω για μετά.

Εδώ και τώρα εναλλαγή
και πανταχού το νέφος,
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με jean.

Σκυλάδικα στην εθνική,
disco στην παραλία,
ανάδελφος ελληνισμός,
ενώ επίκειται σεισμός.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
απ' το 80 και μετά,
να δεις τι σου 'ρχεται μετά,
να δεις τι σου 'χω για μετά.

Στο 90 φτάσαμε,
εμπρός ταχύ το βήμα,
να το ακολουθήσουμε,
γιατί καθυστερήσαμε.

ΕΟΚ, ΝΟΥΔΟΥ, περικοπές,
Κυπριακό και Σκόπια,
Θεέ μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του εξαποδώ.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
απ' το 90 και μετά,
να δεις τι σου 'χω για μετά.

Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί,
κάποια στιγμή θ' αναστηθεί.

Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι,
ας κάνουμε υπομονή,
το 2000 θα φανεί.

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό,
την ονειρεύτηκα ξανά,
συγκάτοικο σ' ένα βραχνά,
να με ξυπνάει με βρισιές.
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Χαλάει ο κόσμος...

(συν) Ο χώρος γέμισε... Νεολαίοι που αντανακλούν όνειρα στο βλέμμα τους. Μεσήλικες και καλοντυμένες πρώην συντρόφισσες. "Το υποκείμενο της επανάστασης", όπως λέει κι ο Βασίλης. Οι κρόταφοι γκρίζοι... Ο καλλιτέχνης εκεί πάνω ψάχνοντας στήριγμα σ' ένα κοινό που ψάχνει τα σουβλάκια στον πάτο της χαρτοσακούλας.Τα χρόνια πέρασαν. Το μαρτυρά η σκηνή, το μαρτυρά η πλατεία...
(Για το Βασίλη. Μέρος 2)


Χαλάει ο κόσμος
Χαλάει ο κόσμος ακριβώς έξω απ την πόρτα,
Κι εγώ κλεισμένος μες το σπίτι μοναχός
Στην τηλεόραση τα ίδια γεγονότα
Την ίδια σούπα καταπίνω διαρκώς
Ίσως αργά να προβληθεί και καμιά τσόντα
Και ίσως αύριο να γίνουν όλα αλλιώς
Μπορεί να πέσει κάνα λαχείο
και να την κάνω μια για πάντα απ το γραφείο
...και καληνύχτα.

Χτυπούν τακούνια στα πατώματα και σπάνε
Μες στ' όνειρό μου έχει ανάψει ο χορός
Γυναίκες όμορφες με δίψα με κοιτάνε
Καθώς χορεύουν ιδρωμένες μέσ το φως
Κι από το κέντρο του κορμιού μου με τραβάνε
Να θυμηθώ τι ναι ουρανός και τι βυθός
Μου έχουν λείψει αυτά τα ύψη
Στη χειμερία νάρκη που χω υποκύψει

Μα θα ξυπνήσω, δεν θα ξυπνήσω
Και τότε πίσω τη ζωή μου θα ζητήσω
Θα πάρω πέτρα, κεφάλια μέτρα
Και της καρδιάς μου θα γεμίσω τη φαρέτρα
Και θα ορμήξω τον εαυτό μου να ξαναβρώ.


Στο σκαλοπάτι μου σειρήνες διαφημίσεις
Μ' άτοκες δόσεις αγοράζεις το Θεό
Χαρίζουν χρήματα με κάρτες και ρυθμίσεις
Κι ό,τι σου δίνουνε σου το ζητάν διπλό.
Ψάχνω στις τσέπες μου και κοίτα μη ρωτήσεις
Εκεί στο βάθος τους τι πρόκειται να βρω
Και δε γελάω μ αυτή τη πλάκα
Δεν είν αστείο να σε παίρνουν για μαλάκα
Και να στο λένε.

Πού να χαθήκαν όλ αυτά που χα πιστέψει
Σε ποιο ντουλάπι, σε ποιο χρόνο, ποια εποχή
Ότι αγαπούσα ξένα χέρια το χουν κλέψει
Και της ζωής μου πια η θέση είν αδειανή.
Με ένα ψέμα μου παγίδεψαν τη σκέψη
Με ένα άλλο μου λερώσαν την ψυχή
Κι ενώ το ξέρω και υποφέρω
Κάτω απ της μοίρας μου κοιμάμαι το σομπρέρο.

Στίχοι: Δημοπούλου Λίνα
Μουσική: Τσακνής Διονύσης

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Η σύμβαση...

Παρασκευή βράδυ και αφήνοντας το αυτοκίνητο κάπου στα πεύκα προχώρησα προς το κάστρο. 
Δεν ήταν σίγουρα για το φεστιβάλ... 
Ούτε για τη συναυλία. (Οι συναυλίες στα φεστιβάλ μου θυμίζουν πιανίστα σε μπαρ του Φαρ Ουεστ. Παίζει συνεπαρμένος μια μουσική που κανείς δεν ακούει, κανείς δεν καταλαβαίνει...)
Ήταν για   το Βασίλη... 
Ήταν για τις μνήμες... Σε ένα άλλο κάστρο δυο δεκαετίες πριν, όταν η υγρασία μιας λίμνης μακρινής τώρα πότιζε τη δίψα μας...
(Για το Βασίλη, που το ζήτησε. Μέρος 1ο)

Σύμβασις Αορίστου Χρόνου

Η σύμβαση υπογράφτηκε με μάρτυρες πολλούς
κι έχει καθαρά και την υπογραφή μου
δεμένος μέχρι κόκκαλο και όρους πονηρούς
θα έχω μιά ζωή οδηγό κι ερμηνευτή μου

Θυμάμαι ότι υπόγραφα πολύ-πολύ μικρός
με πέννα από φτερό, νομίζω, και μελάνι
μόνο από ανάγνωση δεν ήξερα ο φτωχός
κι έτσι τον χρόνο κυνηγώ που τρέχει και δεν φτάνει

Όσες φορές χρειάστηκε να την συμβουλευτώ
μονίμως είχα άδικο κι έπρεπε να πληρώνω
κι αν κάποτε αποφάσιζα μονάχος να σκεφτώ
η σύμβαση απαγόρευε να σκέφτομαι και μόνος

Κρατάω κι εγώ τη σύμβαση με χέρι χαλαρό
και ψάχνω νά'βρω κάποιον που να θέλει να την κλέψει
διότι εντός της γράφεται και μάλιστα ρητώς
ο κάτοχος της δεν μπορεί να τηνε καταστρέψει

Αλίμονο ο κακόμοιρος δεν πρόσεξα καλά
αντίγραφα οι μάρτυρες κρατούν και σημειώσεις
κι αν ίσως από αμέλεια χαθεί και τα λοιπά
προβλέπει το συμβόλαιο πολύ βαριές κυρώσεις

Στίχοι-Μουσική: Διονύσης Τσακνής


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Σιγά μην κλάψω...

Κρυβόμουν
 στις πιο βαθιές πτυχές του ονείρου...
 Φόβος;  
Φόβος.
( Ήταν μια λύση.)
 Όμως μπορούσα να ονειρεύομαι 
κι αυτό ήταν λύση. 
Κι ήρθαν κρατώντας δώρα οι εχθροί, ντυμένοι φίλοι, 
[το 'χες πει μα εγώ δε σε διάβαζα....]
Κι όταν πίστεψαν πως μ' αποκοίμισαν
άρχισαν τ' αποτρόπαιο έργο τους...
Μιλώ σε χρόνο παρελθόντα!
Λάθος!
Μιλώ για το παρόν μου 
Για την άρνηση που κουβαλώ
Για τα θέλω μου
Για την αδιάλλακτη πορεία
Το πείσμα του όνου
Η μεθοδικότητα του μυρμηγκιού

Σιγά μην κλάψω
Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας
Μουσική:
 Γιάννης Αγγελάκας
Πρώτη εκτέλεση: 
 Γιάννης Αγγελάκας

Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω.
Και πως ο κόσμος είν' ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ' αλλάξω.

Μα εγώ μ΄ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι.
Και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ' ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ' αλλάξω.

Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Πόλεις που διάβηκα...


Η πόλη σέρνεται στο χρόνο κουβαλώντας το φορτίο του βίου της, γριούλα ζαλωμένη με το δεμάτι των χρόνων, προχωρά αγκομαχώντας και παλεύοντας να ζήσει. Στη διαδρομή σταματά, λασκάρει τα σκοινιά, πετά τα περιττά, μαζεύει καινούρια. Στυλώνεται σπρώχνοντας με τις πατούσες το χώμα, ανασηκώνεται για να συνεχίσει τη διαδρομή προς τη φθορά, το θάνατο.
Κάθε πόλη - γιαγιούλα έχει τη δικιά της περπατησιά, το προσωπικό της φορτίο, την αφήγησή της. Η θωριά της αντανακλά τα συναπαντήματά της, τη χάραξαν βαθιά, ανεξίτηλα.
Γριές κοκότες σκεπάζουν το παρελθόν τους, φορώντας φανταχτερά κουρέλια, φτιασιδώνονται για να κρύψουν τις ζάρες, ανασηκώνουν τα βυζιά τους,  θαρρώντας πως ξεγελούν το χρόνο.
Άλλες πάλι αφήνονται στη μοίρα, φτιασιδώνονται από συνήθεια, φορούν τα ίδια και τα ίδια, χάνουν σιγά σιγά την αύρα τους. Μυρίζουν μούχλα, ιδρωτίλα και απλυσιά.
Κι άλλες, γερασμένες ή ξανανιωμένες, τις βλέπεις και κάθε  πτυχή τους, κάθε τους κίνηση, ήχος που έρχεται από το παρελθόν τους, στο πετά μπροστά και σε προκαλεί. "Αυτή είμαι", σου φωνάζει, "τα χρόνια είναι οι εμπειρίες μου. Έλα να τις γευθείς, να τις χαρείς!". Ζευγαρώνουν με το νιο που τις γεύεται και μπολιάζονται με τη φρεσκάδα του. Μεγαλοκυράδες και μεγαλοκόριτσα συνάμα...
Περπατώ δρόμους ελληνικών πόλεων και αναζητώ τη δικιά τους μορφή. Το κρυμμένο πρόσωπο κάτω από πλάκες πεζοδρομίου και ασφάλτινα οδοστρώματα. 
Η Αθήνα, θα 'θελε πολύ, μα δε μπορεί. Δεν τη βοηθά το βαρύ της φορτίο. Φτιασιδώθηκε βιαστικά και άτσαλα, γοήτευσε τους επαρχιώτες που παράτησαν το χωράφι και το κοπάδι και έτρεχαν να χωθούν στα σκέλια της. Μα αυτή ήταν εκεί να πάρει κι όχι να δώσει. Να πάρει το μεροκάματο και να αφήσει το φτωχό Ρουμελιώτη ή τον Πελοποννήσιο, που μύριζε ακόμη τυρίλα και χωριατίλα, αποκαμωμένο να καμώνεται ότι την κατέκτησε. Σαν αράχνη έστησε τα δίχτυα τα δολοφονικά. Στο τέλος απόκαμε, αφέθηκε κι εκείνοι την εκδικήθηκαν για τα ψέματά της.
Η Πάτρα, γέρασε πριν την ώρα της. Νεόπλουτη, αρνήθηκε το βιος της και τη μοίρα της. Τη γήτεψε η Δύση, πίστεψε πως θα της μοιάσει. Κι όπως χάζευε τα καράβια που φεύγαν φορτωμένα με σταφίδα, ξέχασε τα παιδιά της. Ατάιστα σεργιάνιζαν στους δρόμους της, την αρνήθηκαν, μασκαρεύτηκαν και μπούκαραν μαζί με τις σταφίδες ή  έμεναν κρεμασμένα στα κάγκελα και φαντασιώνονταν ταξίδια μακρινά και δοξασμένες παρελθούσες μέρες.
Τα Γιάννενα κολλημένα στη λίμνη, νησί στα ηπειρώτικα βουνά, πότισαν με την υγρασία της την ιστορίας τους. Τη ρούφηξαν σιγά σιγά  την αγάπησαν και νιώθουν περήφανα γι'  αυτό. Τα παιδιά της το μαρτυρούν, καμαρώνουν για τη γριά μάνα - πόλη,  τη φροντίζουν, τη φτιασιδώνουν και την αφήνουν να χαζεύει τα κάλλη της στην Παμβώτιδα.
Περνώντας γρήγορα κι απ'  την Καστοριά, και χαζεύοντας το είδωλό της στα λιμναία νερά, θάρρεψα πως βάδιζα σε γνωστά μονοπάτια. Τούτη η γιαγιά κάποια στιγμή ένιωσε απειλημένη, δεν το κρύβει... Φαίνεται όμως πως άντεξε. Έκρυψε τα κάλλη της στα σοκάκια του Ντολτσού, στις βυζαντινές εκκλησιές της και στην ομίχλη που σκέπαζε το Δισπηλιό.
Μακρινή της ξαδέρφη η Θεσσαλονίκη, κούρνιασε στον κόρφο του Θερμαϊκού και για αιώνες απολαμβάνει την ξιπασιά του. Πολύφερνη νύφη, γοήτεψε και γοητεύτηκε. Μοίραζε τις χάρες της και το χαιρόταν. Κάποιες φορές χαζεύει πολιτείες πρωτεύουσες και προσπαθεί να τους μοιάσει. Κουβάλησε κι αυτή τους χωριάτες της, τη βίασαν. Μα κάτι μου λέει πως θα αντέξει. Χωνευτήρι τα σκέλια της και θα τους λιώσει.Σήμερα ταλαιπωρείται, ψάχνει γιατρειά, φοβάται. Εγώ όμως τη νιώθω σαν αγαπητικιά που με ξεγέλασε, θέλω να πιστεύω πως θα γιάνει. Το  'χει ανάγκη ο βοράς της. Είναι η ανάσα του, η αύρα του...
Κάθε πόλη - γιαγιά και μια ιστορία. Να κάθεσαι στα πόδια της να την ακούς, αυτό της φτάνει. Η προσοχή σου τη ζωντανεύει. Η συντροφιά σου την τρέφει. Της δίνει δύναμη στο πάλεμα με το χρόνο. Τη συντηρεί στους αιώνες. Η αγάπη μας, η έγνοια μας...

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Μ. Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον

Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι
αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που
προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα ‘ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θά ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Γιατί Ιστορία...


Αν ο ιστορικός κάθε έθνους έχει καθήκον να πει σε κάθε καιρό την αλήθεια, το καθήκον αυτό γίνεται επιτακτικότερο από κάθε άλλον και από ποτέ άλλοτε στον Έλληνα που συγγράφει σήμερα την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, για να δείξει, μέσω των γεγονότων, προς τους ομογενείς και ομοπίστους που έχουν ορμήσει καταφάνερα προς την ελευθερία ποια είναι τα άξια να κατακτηθούν και να επαινεθούν, ποια πρέπει να αποφευχθούν και ποια είναι επιλήψιμα, «γιατί αν κάποτε βρεθούν στην ίδια θέση, να μπορούν, βασιζόμενοι στα προηγούμενα, να κάνουν καλή χρήση των συγχρόνων τους».
Σπυρίδων Τρικούπης, Λονδίνο 1860

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Ένα κύμα λαϊκών εξεγέρσεων σαρώνει τις αραβικές χώρες...
Κάτι κυοφορείται εκεί κάτω, αλλά οι γνώσεις μας για την περιοχή και τα γεωπολιτικά παιχνίδια δεν μας επιτρέπουν προβλέψεις ή εκτιμήσεις. 
Καθώς περπατούσα όμως δίπλα στη θάλασσα, με τους δεκάδες ασιάτες πρόσφυγες να αγναντεύουν τα πλοία που έφευγαν χωρίς αυτούς, σκέφτηκα τον μεγάλο αλεξανδρινό και τους στίχους του. 
Τι επίκαιρος, τι αληθινός...
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης