Το υποψιαζόμασταν.
Η μυρωδιά έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο μαζί με τις μύγες που είχαν πυκνώσει τελευταία. " Λάθος θα 'ναι", σκεφτόμασταν και ξορκίζαμε το κακό, κλείνοντας το παράθυρο.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια...
Αυτά μαζεύονταν.
Η βρώμα είχε απλωθεί ολόγυρα. Κοπάδια μύγες ορμούσαν πάνω τους, γλείφανε, τρώγανε και χορτάτες λουφάζαν πάνω μας και μας μπόλιαζαν με τη βρομιά τους.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια...
Αυτά μαζεύονταν.
Η βρώμα είχε απλωθεί ολόγυρα. Κοπάδια μύγες ορμούσαν πάνω τους, γλείφανε, τρώγανε και χορτάτες λουφάζαν πάνω μας και μας μπόλιαζαν με τη βρομιά τους.
Κι εμείς εκεί να επιμένουμε. "Λάθος θα 'ναι!"
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια...
Μπήκε η βρώμα στα σπίτια μας απ' τις ανοιχτές πόρτες, τα μισάνοιχτα παράθυρα, τις ορθάνοιχτες οθόνες. Πότισε τους τοίχους, κρύφτηκε στις ντουλάπες μας, κόλλησε στα ρούχα μας. Έγινε ένα με το δέρμα μας, τα μαλλιά μας.
Στην αρχή το νιώθαμε και δεν μας άρεσε. Έπειτα το συνηθίσαμε, έτσι γίνεται πάντα...
Κι αυτά όλο και μαζεύονταν. Γίναν σωρός, έφτασαν στο παράθυρο.
Κάποιοι προνοητικοί σκέφτηκαν πως πρέπει να επέμβουν. " Τώρα δε μιλάνε. Αργότερα όμως;"
Και (μας) πήραν μέτρα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, στέλναν τα "παιδιά". Πρόσχαρα πρωινάδικα, χουζούρικα μεσημεριανά, σοβαρά βραδινά.
Στο μεταξύ αυτά ανέβαιναν, έφτασαν στη βεράντα...
Η μυρωδιά δε μας πείραζε πια, μόνο που μας κόβαν τη θέα!
Όμως το συνηθίσαμε και αυτό...
Μέρες, μήνες, χρόνια...
...
Εκείνο το βράδυ το παιδί γυρνούσε κουρασμένο από το φροντιστήριο. Τα πόδια του ασήκωτα, το μυαλό του θολό.
- Δεν τα θέλω στον κήπο! ούρλιαξε.
- Μα χρυσό μου δεν πειράζουν κανένα! Δικά μας είναι...
- Δικά ΣΑΣ!
(Τη συνέχεια δεν μπορώ να την περιγράψω, δε θέλω ούτε να τη σκέφτομαι. Καλά καλά δεν ξέρω αν έχει τελειώσει ακόμη...
Ta σκέφτομαι μόνο και μονολογώ: "Oh... shit!!!")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου