dimosofoulis@yahoo.gr

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Σιγά μην κλάψω...

Κρυβόμουν
 στις πιο βαθιές πτυχές του ονείρου...
 Φόβος;  
Φόβος.
( Ήταν μια λύση.)
 Όμως μπορούσα να ονειρεύομαι 
κι αυτό ήταν λύση. 
Κι ήρθαν κρατώντας δώρα οι εχθροί, ντυμένοι φίλοι, 
[το 'χες πει μα εγώ δε σε διάβαζα....]
Κι όταν πίστεψαν πως μ' αποκοίμισαν
άρχισαν τ' αποτρόπαιο έργο τους...
Μιλώ σε χρόνο παρελθόντα!
Λάθος!
Μιλώ για το παρόν μου 
Για την άρνηση που κουβαλώ
Για τα θέλω μου
Για την αδιάλλακτη πορεία
Το πείσμα του όνου
Η μεθοδικότητα του μυρμηγκιού

Σιγά μην κλάψω
Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας
Μουσική:
 Γιάννης Αγγελάκας
Πρώτη εκτέλεση: 
 Γιάννης Αγγελάκας

Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω.
Και πως ο κόσμος είν' ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ' αλλάξω.

Μα εγώ μ΄ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι.
Και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ' ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ' αλλάξω.

Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Πόλεις που διάβηκα...


Η πόλη σέρνεται στο χρόνο κουβαλώντας το φορτίο του βίου της, γριούλα ζαλωμένη με το δεμάτι των χρόνων, προχωρά αγκομαχώντας και παλεύοντας να ζήσει. Στη διαδρομή σταματά, λασκάρει τα σκοινιά, πετά τα περιττά, μαζεύει καινούρια. Στυλώνεται σπρώχνοντας με τις πατούσες το χώμα, ανασηκώνεται για να συνεχίσει τη διαδρομή προς τη φθορά, το θάνατο.
Κάθε πόλη - γιαγιούλα έχει τη δικιά της περπατησιά, το προσωπικό της φορτίο, την αφήγησή της. Η θωριά της αντανακλά τα συναπαντήματά της, τη χάραξαν βαθιά, ανεξίτηλα.
Γριές κοκότες σκεπάζουν το παρελθόν τους, φορώντας φανταχτερά κουρέλια, φτιασιδώνονται για να κρύψουν τις ζάρες, ανασηκώνουν τα βυζιά τους,  θαρρώντας πως ξεγελούν το χρόνο.
Άλλες πάλι αφήνονται στη μοίρα, φτιασιδώνονται από συνήθεια, φορούν τα ίδια και τα ίδια, χάνουν σιγά σιγά την αύρα τους. Μυρίζουν μούχλα, ιδρωτίλα και απλυσιά.
Κι άλλες, γερασμένες ή ξανανιωμένες, τις βλέπεις και κάθε  πτυχή τους, κάθε τους κίνηση, ήχος που έρχεται από το παρελθόν τους, στο πετά μπροστά και σε προκαλεί. "Αυτή είμαι", σου φωνάζει, "τα χρόνια είναι οι εμπειρίες μου. Έλα να τις γευθείς, να τις χαρείς!". Ζευγαρώνουν με το νιο που τις γεύεται και μπολιάζονται με τη φρεσκάδα του. Μεγαλοκυράδες και μεγαλοκόριτσα συνάμα...
Περπατώ δρόμους ελληνικών πόλεων και αναζητώ τη δικιά τους μορφή. Το κρυμμένο πρόσωπο κάτω από πλάκες πεζοδρομίου και ασφάλτινα οδοστρώματα. 
Η Αθήνα, θα 'θελε πολύ, μα δε μπορεί. Δεν τη βοηθά το βαρύ της φορτίο. Φτιασιδώθηκε βιαστικά και άτσαλα, γοήτευσε τους επαρχιώτες που παράτησαν το χωράφι και το κοπάδι και έτρεχαν να χωθούν στα σκέλια της. Μα αυτή ήταν εκεί να πάρει κι όχι να δώσει. Να πάρει το μεροκάματο και να αφήσει το φτωχό Ρουμελιώτη ή τον Πελοποννήσιο, που μύριζε ακόμη τυρίλα και χωριατίλα, αποκαμωμένο να καμώνεται ότι την κατέκτησε. Σαν αράχνη έστησε τα δίχτυα τα δολοφονικά. Στο τέλος απόκαμε, αφέθηκε κι εκείνοι την εκδικήθηκαν για τα ψέματά της.
Η Πάτρα, γέρασε πριν την ώρα της. Νεόπλουτη, αρνήθηκε το βιος της και τη μοίρα της. Τη γήτεψε η Δύση, πίστεψε πως θα της μοιάσει. Κι όπως χάζευε τα καράβια που φεύγαν φορτωμένα με σταφίδα, ξέχασε τα παιδιά της. Ατάιστα σεργιάνιζαν στους δρόμους της, την αρνήθηκαν, μασκαρεύτηκαν και μπούκαραν μαζί με τις σταφίδες ή  έμεναν κρεμασμένα στα κάγκελα και φαντασιώνονταν ταξίδια μακρινά και δοξασμένες παρελθούσες μέρες.
Τα Γιάννενα κολλημένα στη λίμνη, νησί στα ηπειρώτικα βουνά, πότισαν με την υγρασία της την ιστορίας τους. Τη ρούφηξαν σιγά σιγά  την αγάπησαν και νιώθουν περήφανα γι'  αυτό. Τα παιδιά της το μαρτυρούν, καμαρώνουν για τη γριά μάνα - πόλη,  τη φροντίζουν, τη φτιασιδώνουν και την αφήνουν να χαζεύει τα κάλλη της στην Παμβώτιδα.
Περνώντας γρήγορα κι απ'  την Καστοριά, και χαζεύοντας το είδωλό της στα λιμναία νερά, θάρρεψα πως βάδιζα σε γνωστά μονοπάτια. Τούτη η γιαγιά κάποια στιγμή ένιωσε απειλημένη, δεν το κρύβει... Φαίνεται όμως πως άντεξε. Έκρυψε τα κάλλη της στα σοκάκια του Ντολτσού, στις βυζαντινές εκκλησιές της και στην ομίχλη που σκέπαζε το Δισπηλιό.
Μακρινή της ξαδέρφη η Θεσσαλονίκη, κούρνιασε στον κόρφο του Θερμαϊκού και για αιώνες απολαμβάνει την ξιπασιά του. Πολύφερνη νύφη, γοήτεψε και γοητεύτηκε. Μοίραζε τις χάρες της και το χαιρόταν. Κάποιες φορές χαζεύει πολιτείες πρωτεύουσες και προσπαθεί να τους μοιάσει. Κουβάλησε κι αυτή τους χωριάτες της, τη βίασαν. Μα κάτι μου λέει πως θα αντέξει. Χωνευτήρι τα σκέλια της και θα τους λιώσει.Σήμερα ταλαιπωρείται, ψάχνει γιατρειά, φοβάται. Εγώ όμως τη νιώθω σαν αγαπητικιά που με ξεγέλασε, θέλω να πιστεύω πως θα γιάνει. Το  'χει ανάγκη ο βοράς της. Είναι η ανάσα του, η αύρα του...
Κάθε πόλη - γιαγιά και μια ιστορία. Να κάθεσαι στα πόδια της να την ακούς, αυτό της φτάνει. Η προσοχή σου τη ζωντανεύει. Η συντροφιά σου την τρέφει. Της δίνει δύναμη στο πάλεμα με το χρόνο. Τη συντηρεί στους αιώνες. Η αγάπη μας, η έγνοια μας...